ἐπικατερρίπτουν

ἐπικατερρίπτουν
ἐπικατερρί̱πτουν , ἐπικαταρριπτέω
throw down
imperf ind act 3rd pl (attic epic doric)
ἐπικατερρί̱πτουν , ἐπικαταρριπτέω
throw down
imperf ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επικαταρριπτώ — ἐπικαταρριπτῶ, έω (Α) ρίχνω κάτω κατόπιν, στη συνέχεια («αἱ γυναῑκες ῥίπτουσαι τὰ παιδία, εἶτα καὶ ἐαυτάς ἐπικατερρίπτουν», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καταρριπτώ (μτγν. τ. τού καταρρίπτω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”